ὁμόθεν

ὁμόθεν

ὁμόθεν, 1) von demselben Orte her; ϑάμνοι ἐξ ὁμόϑεν πεφυῶτες, zwei aus einer Wurzel gewachsene Stämme, Od. 5, 477; ὁμόϑεν γεγάασιν, von derselben Abkunft, H. h. Ven. 135; Hes. O. 108; οἷς ὁμόϑεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος, Soph. El. 153; τὸν ὁμόϑεν τιμᾶν, Eur. Or. 486; u. vollständiger, τὸν ὁμόϑεν πεφυκότα στέργειν, I. A. 501; auch in Prosa, ὁμόϑεν γενέσϑαι, Xen. Cyr. 8, 7, 14. – 2) aus der Nähe, cominus, τὴν μάχην ποιεῖσϑαι, παίεσϑαι, διώκειν, Xen. Cyr. 2, 3, 20. 1, 4, 23. 8, 8, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομόθεν — ὁμόθεν (Α) επίρρ. 1. (συν. με την πρόθεση εξ) ἐξ ὁμόθεν από τον ίδιο τόπο 2. τής ίδιας καταγωγής («ὡς ὁμόθεν γεγάασι θεοὶ θνητοί τ ἄνθρωποι, Ησίοδ.) 3. από κοντά, εκ τού πλησίον 4. (με άρθρ. ως ουσ.) ὁ ὁμόθεν ο αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός +… …   Dictionary of Greek

  • ὁμόθεν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… …   Dictionary of Greek

  • ομός — ὁμός, ή, όν (Α) 1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ ὀιζύν» περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» γίνομαι κοινός, ενώνομαι β) «καθ ὁμά» ομοίως. επίρρ... ὁμῶς (Α) 1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως 2. σε ίσα μέρη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”