ὁμό-βουλος

ὁμό-βουλος

ὁμό-βουλος, von gleichem Willen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιοβουλώ — ἰδιοβουλῶ, έω (Α) ενεργώ σύμφωνα με τη δική μου βούληση, πράττω αυτό που κρίνω εύλογο εγώ ο ίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + βουλώ ( βουλος < βουλή), πρβλ. ομο βουλώ, υστερο βουλώ] …   Dictionary of Greek

  • υστεροβουλώ — έω, Α σκέπτομαι μετά από ένα γεγονός ή μια πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλῶ (< βουλος < βουλή), πρβλ. κοινο βουλῶ, ὁμο βουλῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”