ὁμό-εθνος

ὁμό-εθνος

ὁμό-εθνος, = ὁμοεϑνής; als v. l. bei Poll.; Ios. Die Form ist aber nicht analog gebildet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταυτοεθνής — ές, Α αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος με κάποιον άλλον, ομοεθνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ὁμο εθνής] …   Dictionary of Greek

  • πολυεθνής — ές, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά έθνη («πολυέθνεα λαόν», Οινόμ.) 2. (κατ επέκτ.) πολυπληθής, πολυάριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ομο εθνής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”