- ὁμό-γραμμος
ὁμό-γραμμος, von, mit gleichen Linien, mit denselben Buchstaben, Luc. Hermot. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-γραμμος, von, mit gleichen Linien, mit denselben Buchstaben, Luc. Hermot. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανόγραμμος — μελανόγραμμος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρες γραμμές ή ραβδώσεις («ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργός, πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γραμμος (< γράμμα), πρβλ. ομό γραμμος, ποικιλό… … Dictionary of Greek
τετράγραμμος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγραμμον τα τέσσερα εβραϊκά σύμφωνα (YHWH) που συμβολίζουν το προσωπικό όνομα τού θεού τών Ισραηλιτών Γιαχβέ, αλλ. τετραγράμματον αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από τέσσερα γράμματα, τετραγράμματος 2. πιθ.… … Dictionary of Greek