- ὁμό-βωμος
ὁμό-βωμος, = Vorigem, Hesych., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-βωμος, = Vorigem, Hesych., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύμβωμος — ον, Α (για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βωμος (< βωμός), πρβλ. ὁμό βωμος] … Dictionary of Greek
ρυσίβωμος — ον, Α αυτός που φυλάγει, που υπερασπίζεται τους βωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + βωμός (πρβλ. ὁμό βωμος)] … Dictionary of Greek