ὁμό-ψῡχος

ὁμό-ψῡχος

ὁμό-ψῡχος, einmüthig, einträchtig, D. Sic. 15, 53.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… …   Dictionary of Greek

  • θηρόψυχος — θηρόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει ψυχή θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, ομό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • τοιουτοψύχως — Μ επίρρ. με τέτοια ψυχή, με τέτοιον νου ή με τέτοια διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *τοιουτόψυχος (< τοιοῦτος + ψυχος [< ψυχή], πρβλ. ὁμό ψυχος) + επιρρμ. κατάλ ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”