ὁμό-ψηφος

ὁμό-ψηφος

ὁμό-ψηφος, dasselbe Stimmrecht habend, τινί, wie ein Anderer, ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι, sie gaben ihm dieselbe Stimme, Her. 6, 109; μετά τινος, 7, 149; ὁμόψηφον γίγνεσϑαί τινι, beistimmen, Andoc. 2 a. E.; Lys. 1394; Sp., wie Luc. bis accus. 35 Philops. 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύψηφος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια, πολύψηφις* 2. αυτός που έχει πολλές ψήφους, που έχει το δικαίωμα να ψηφίζει πολλές φορές σε μια ψηφοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψηφος (< ψῆφος, ἡ), πρβλ. μονό ψηφος, ομό ψηφος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόψηφος — λεπτόψηφος, ον (Α) κατασκευασμένος με λεπτές ψηφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ψῆφος (πρβλ. ισό ψηφος, ομό ψηφος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”