ὁμόσε

ὁμόσε

ὁμόσε, nach einem u. demselben Orte hin; τῶν πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Φοῖβος, Il. 12, 24; τῶν ὁμόσ' ἦλϑε μάχη, die Schlacht kam zusammen, die Kämpfenden wurden handgemein, 13, 337; ὁμόσε χωρεῖν τοῖς λόγοις, Eur. Or. 919; χωρεῖν, ἰέναι, Ar. Lys. 451 Eccl. 863; Thuc. 4, 29 u. öfter; ὁμόσε ἰόντες νενικήκατε, Xen. An. 6, 3, 23; auch ὁμόσε τοῖς πολεμίοις συμμιγνύναι, Cyr. 7, 1, 26; γίγνεσϑαι, 1, 2, 10; ὁμόσε χωρήσεται, er wird entgegentreten, Plat. Theaet. 165 e; ἐάν τις ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι, Rep. X, 610 c, vgl. Euthyd. 294 d; Folgde, wie Plut. Thes. 10 u. Luc. – Bei Dem. 56, 14 entspricht ὁμόσε πορεύεσϑαι dem vorangehenden συγχωρεῖν, eigtl. die Hand bieten, oder sich Einem nähern. – Pol. vrbdt es in der Bdtg von σύν mit dem dat., zugleich mit, 4, 16, 10. 6, 7, 5, 10, 12, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ὁμόσε — to one and the same place indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμοσε — ὄμνυμι swear aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόσ' — ὁμόσε , ὁμόσε to one and the same place indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lancia (ciudad) — Para otros usos de este término, véase Lancia (desambiguación). Lancia Ciudad del Imperio romano …   Wikipedia Español

  • καταφρόνημα — το (AM καταφρόνημα, Μ και καταφρόνεμα[ν]) [καταφρονώ] νεοελλ. μσν. 1. προσβολή, ταπείνωση, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι («τόσους πλούσιους άρχοντες δίχως τιμή θωρείτε, νά χουν καταφρονέματα», Τζάνε, Κρ.πόλ.) 2. αντικείμενο περιφρόνησης… …   Dictionary of Greek

  • ομός — ὁμός, ή, όν (Α) 1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ ὀιζύν» περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» γίνομαι κοινός, ενώνομαι β) «καθ ὁμά» ομοίως. επίρρ... ὁμῶς (Α) 1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως 2. σε ίσα μέρη.… …   Dictionary of Greek

  • σύρρα — Α 1. αντί συν ῥα 2. (κατά τον Ησύχ.) «σύρρα ὁμόσε, εἰς τὸ αὐτό» …   Dictionary of Greek

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

  • ωθίζω — Α 1. ωθώ, σπρώχνω 2. μέσ. ὠθίζομαι α) συνωστίζομαι β) ορμώ («οὗ δὲ πλείων ὁ κίνδυνος, ὁμόσε χωρεῑν καὶ ὠθίζεσθαι, ἀλλὰ μὴ κατέχεσθαι θράσους», Γρηγ. Ναζ.) γ) μτφ. φιλονικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠθῶ, κατά τα αἰνῶ: αἰνίζομαι, κομῶ: κομίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”