ὁμό-σχολος

ὁμό-σχολος

ὁμό-σχολος, aus derselben Schule, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύσχολος — εὔσχολος, ον (Α) 1. ο εύκαιρος 2. αυτός που δεν είναι απασχολημένος (ιδίως σε πόλεμο) 3. ήσυχος, ήρεμος 4. αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί σοβαρά, να αφοσιωθεί σε κάτι. επίρρ... εὐσχόλως (Μ) με εύσχολο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχολος (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”