- ὁμ-ωρόφιος
ὁμ-ωρόφιος, = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμ-ωρόφιος, = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομωρόφιος — ὁμωρόφιος, ον (Α) συγκάτοικος, σύνοικος, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. υπ ωρόφιος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
υπωρόφιος — α, ο / ὑπωρόφιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ύπωροφία και ύπωρυφία Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την οροφή, κάτω από την στέγη νεοελλ. φρ. «υπωρόφιο δωμάτιο» σοφίτα αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σπίτι 2. αυτός που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο… … Dictionary of Greek
υπερωρόφιος — και δ. γρφ. ὑπερορόφιος, ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από την οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. ὑπ ωρόφ ιος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek