- ὁμφύνω
ὁμφύνω, berühmt, geehrt machen, Hesych. erklärt σεμνύνω, αὔξω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμφύνω, berühmt, geehrt machen, Hesych. erklärt σεμνύνω, αὔξω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομφύνω — ὀμφύνω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφύνειν αὔξειν, σεμνύνειν, ἐντιμότερον ποιεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί ίσως παρ. τής λ. ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή». Αλλά, τόσο η μορφή όσο και η σημασία του υποδηλώνουν πιθανή επίδραση τής λ. ὀμφή] … Dictionary of Greek