- ἁβρο-δίαιτα
ἁβρο-δίαιτα, ἡ, üppige Lebensweise, Ael. V. H. 12, 24. (VLL. τρυφερὰ ζωὴ καὶ ἁπαλή).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁβρο-δίαιτα, ἡ, üppige Lebensweise, Ael. V. H. 12, 24. (VLL. τρυφερὰ ζωὴ καὶ ἁπαλή).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοδίαιτα — ὁμοδίαιτα, ἡ (Μ) το να ζει κάποιος σε κοινό χώρο, συμβίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δίαιτα (πρβλ. αβρο δίαιτα)] … Dictionary of Greek
ισοδίαιτος — ἰσοδίαιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια δίαιτα, την ίδια τροφή με τους άλλους, αυτός που ζει όπως και οι άλλοι («καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἰ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δίαιτος… … Dictionary of Greek
ομοδίαιτος — η, ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, ον) αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλους νεοελλ. αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλους μσν. αρχ. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά αρχ. φρ. «ὁμοδίαιτος τοῑς πολλοῑς» κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).… … Dictionary of Greek
υγροδίαιτος — ον, Μ αυτός που ζει μέσα στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + δίαιτος (<δίαιτα), πρβλ. αβρο δίαιτος] … Dictionary of Greek