- ἁβρο-πέδῑλος
ἁβρο-πέδῑλος Ἔρως, mit zarten Sohlen, Mel. 21 (XII, 158).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁβρο-πέδῑλος Ἔρως, mit zarten Sohlen, Mel. 21 (XII, 158).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιπέδιλος — καλλιπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ωραία πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο πέδιλος, χρυσο πέδιλος] … Dictionary of Greek