- ἁβρο-πέτηλος
ἁβρο-πέτηλος, mit zartem Laube, Jo. Gaz. ecphr. 2, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁβρο-πέτηλος, mit zartem Laube, Jo. Gaz. ecphr. 2, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιπέτηλος — καλλιπέτηλος, ον (Α) (για άνθος) αυτό που έχει ωραία πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. αβρο πέτηλος, λευκο πέτηλος] … Dictionary of Greek