ἁψί-θῡμος

ἁψί-θῡμος

ἁψί-θῡμος, jähzornig, Erkl. von ἁψίμαχος, E. M.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θείλος — θεῑλος, ό (Α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξηραίνω, η ξήρανση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θείλος προέκυψε από το συνθ. θειλό πεδον «κατ απόσπασιν» (πρβλ. κοντός < κοντο μάχος, αψύς < αψί θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • κουτός — ή, ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός… …   Dictionary of Greek

  • σγουρός — ή, ό / σγουρός, ά, όν, ΝΜ βοστρυχωτός, κατσαρός νεοελλ. σγουρομάλλης μσν. σκοτεινός, μελανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από το αρχ. γυρός* «στρογγυλός, κεκαμμένος» με ανάπτυξη προθετικού σ (πρβλ. βώλος:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”