- ἁψί-μαχος
ἁψί-μαχος (μάχη), plänkelnd, zur Schlacht reizend, Plut.; dah. ἁψιμάχως ἐμοῠ ἐμνήσϑη Dion. Hal. 6, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁψί-μαχος (μάχη), plänkelnd, zur Schlacht reizend, Plut.; dah. ἁψιμάχως ἐμοῠ ἐμνήσϑη Dion. Hal. 6, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αψιμαχία — η (AM ἁψιμαχία) 1. μικρή συμπλοκή πριν αρχίσει η κύρια μάχη 2. ανταλλαγή βολών ανάμεσα σε αντίπαλα τμήματα 3. ανταλλαγή εριστικών φράσεων μεταξύ ανθρώπων που διαφωνούν, φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + μαχία < μαχος < μάχομαι… … Dictionary of Greek
αψιμαχώ — (AM ἁψιμαχῶ, έω) κάνω αψιμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + μαχώ < μάχος < μάχομαι (πρβλ. μονομαχώ, ναυμαχώ, συμμαχώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
θείλος — θεῑλος, ό (Α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξηραίνω, η ξήρανση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θείλος προέκυψε από το συνθ. θειλό πεδον «κατ απόσπασιν» (πρβλ. κοντός < κοντο μάχος, αψύς < αψί θυμος)] … Dictionary of Greek