- περι-γληνής
περι-γληνής, ές, = Folgdm, Arat. 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-γληνής, ές, = Folgdm, Arat. 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιγληνής — ές, Α πολύ λαμπρός, πολύ στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γληνής (< γλήνη «κόρη τού οφθαλμού»)] … Dictionary of Greek