ὁρμητήριον

ὁρμητήριον

ὁρμητήριον, τό, 1) Mittel zum Antreiben, Anreizen, Reizmittel; Xen. Hipp. 10, 15; Isocr. 4, 162. – 2) der Ort, von wo man ausgeht, besonders in der Kriegssprache, von dem aus ein Feldherr seinen Angriff macht, Operationsbasis, militärischer Stützpunkt, πρὸς τὸν πόλεμον, Pol. 1, 17, 5, oft; ὁρμητήριον εὐφυὲς κατὰ τῆς τῶν πολεμίων χώρας, 5, 3, 9; so Dem. 19, 219, ἐν Εὐβοίᾳ κατασκευασϑησόμενα ὁρμητήρια ἐφ' ὑμᾶς, u. ib. 326; auch τί προςῆκεν αὑτοῖς ὁρμητήριον καταλιπεῖν χρήσιμον τοῦ πρὸς ἡμᾶς πολέμου, 23, 181; Plut. übertr. es auf Thiere u. vrbdt παρασκευαζόμενον ὁρμητήρια καὶ καταφυγάς, de sol. anim. 3 p. 142. – Uebh. Gelegenheit, Veranlassung wozu.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁρμητήριον — stimulant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητηρίοις — ὁρμητήριον stimulant neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητηρίου — ὁρμητήριον stimulant neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητηρίων — ὁρμητήριον stimulant neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητηρίῳ — ὁρμητήριον stimulant neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητήρια — ὁρμητήριον stimulant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυστήριος — θυστήριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυστήριος προσωνυμία τού Διονύσου 2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον «όρμητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε τού θύω (I) είτε τού θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη τής πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • ορμητήριο — το (ΑΜ ὁρμητήριον και δωρ. τ. ὁρματήριον) οχυρή θέση από την οποία εξορμά κανείς για πολεμική επιχείρηση ή για θαλάσσια επιδρομή νεοελλ. ναυτ. πρόσκαιρη ή μόνιμη βάση αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού τού στόλου αρχ. 1. μέσο για διέγερση ή για… …   Dictionary of Greek

  • ὁρμητηρίωι — ὁρμητηρίῳ , ὁρμητήριον stimulant neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητήρι' — ὁρμητήρια , ὁρμητήριον stimulant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”