- ὁρμητίας
ὁρμητίας, ὁ, = ὁρμητικός, Sp.; auch ὁρμητιαῖος soll vorkommen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρμητίας, ὁ, = ὁρμητικός, Sp.; auch ὁρμητιαῖος soll vorkommen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορμητίας — ὁρμητίας, ὁ (ΑΜ) 1. ο πλήρης ορμής, ο ορμητικός 2. ο ενθουσιώδης, ο φανατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμητής + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
ὁρμητίας — ὁρμητίᾱς , ὁρμητίας masc acc pl ὁρμητίᾱς , ὁρμητίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητίαι — ὁρμητίας masc nom/voc pl ὁρμητίᾱͅ , ὁρμητίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητίαν — ὁρμητίᾱν , ὁρμητίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὁρμητίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητίᾳ — ὁρμητίαι , ὁρμητίας masc nom/voc pl ὁρμητίᾱͅ , ὁρμητίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)