- ὁρτάζω
ὁρτάζω, ion. = ἑορτάζω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρτάζω, ion. = ἑορτάζω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορτάζω — ὁρτάζω (Α) ιων. τ. εορτάζω … Dictionary of Greek
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek