- ὁρπή
ὁρπή, ἡ, = ἅρπη, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρπή, ἡ, = ἅρπη, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
ὀρπήκων — ὀρπή̱κων , ὄρπηξ sapling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρπήκεσσι — ὁρπή̱κεσσι , ὄρπηξ sapling masc dat pl (attic epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρπήκων — ὁρπή̱κων , ὄρπηξ sapling masc gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρπηκα — ὄρπη̱κα , ὄρπηξ sapling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρπηκας — ὄρπη̱κας , ὄρπηξ sapling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρπηκες — ὄρπη̱κες , ὄρπηξ sapling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρπηκι — ὄρπη̱κι , ὄρπηξ sapling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρπηκος — ὄρπη̱κος , ὄρπηξ sapling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρπηξ — ὄρπη̱ξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρπηκα — ὅρπη̱κα , ὄρπηξ sapling masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)