- ὁπλο-μάχης
ὁπλο-μάχης, ὁ, der mit schweren Waffen kämpft, Plat. Euthyd. 299 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁπλο-μάχης, ὁ, der mit schweren Waffen kämpft, Plat. Euthyd. 299 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
κεραυνομάχης — κεραυνομάχης, ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α) αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο μάχης, οπλο μάχης] … Dictionary of Greek
ευθυμάχης — εὐθυμάχης, δωρ. τ. εὐθυμάχας, ὁ (Α) αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται φανερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχης (< μάχομαι) πρβλ. α ταρβο μάχης, οπλο μάχης] … Dictionary of Greek
φαλαγγομάχης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μάχεται σε φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + μάχης (< μάχη), πρβλ. ὁπλο μάχης] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
ιππικό — Στρατιωτικός όρος που αναφέρεται στην έφιππη στρατιωτική δύναμη. Ως μαχητικό όπλο το χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά οι Ασσύριοι (9ος αι. π.Χ.) και οι Πέρσες, ενώ αργότερα αποτέλεσε τμήμα των ελληνικών και ρωμαϊκών στρατευμάτων. Στους Ρωμαίους όμως … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ναυμαχία — Μάχη μεταξύ πλοίων, θαλασσομαχία. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν ν. τη θεαματική αναπαράσταση μάχης, σε ειδική δεξαμενή, μεταξύ πλούσιων με δούλους ή καταδικασμένους σε θάνατο. Στην αρχαιότητα οι ν. γίνονταν με κύριο όπλο το έμβολο και οι πολεμιστές που… … Dictionary of Greek