- ὁπλό-δουπος
ὁπλό-δουπος, mit den Waffen rasselnd, Orph. H. 64, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁπλό-δουπος, mit den Waffen rasselnd, Orph. H. 64, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… … Dictionary of Greek