- ὁπλό-κτυπος
ὁπλό-κτυπος, mit den Waffen tosend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁπλό-κτυπος, mit den Waffen tosend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιόκτυπος — ἡλιόκτυπος, ον (Α) ο καμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κτυπος (< κτυπώ), πρβλ. αντί κτυπος, οπλό κτυπος] … Dictionary of Greek