- ὁππότε
ὁππότε, ep. = ὁπότε, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁππότε, ep. = ὁπότε, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οππότε — ὁππότε (Α) (επικ. τ.) (σύνδ.) βλ. οπότε … Dictionary of Greek
ὁππότε — ὁπότε when epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁππότ' — ὁππότε , ὁπότε when epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… … Dictionary of Greek
AESYETES — vir ex cuius sepulchro ad Troiam exstructo speculabatur Polites, quod in navibus suis facerent Graeci. Homer. in Catalogo. Εἵσατο δὲ φθοτγην` ὗϊ Πριάμοιο Πολίτῃ, Ο῝ς Τρώων οκοπὸς ῖζε ποδωκέιῃϚι πεποιθὼς, Τύμβῳ ἐπ᾿ ἀκροτάτῳ Αἰσυήταο γέροντος,… … Hofmann J. Lexicon universale
GANGES — fluv. maximus Indiae ulterioris, illam a citeriori disterminans, ex Emodis montibus profluens, ac in mer. in Oceanum Indicum exiens, evius minima latitudo 2. mill. maxima 5. Plin. l. 33. c. 4. auriferum facit, et cum Tago, Pado, Hebro. ac Paetolo … Hofmann J. Lexicon universale
TITYUS — Iovis filius ex Elara Orchomeni filia, quam cum Iuppiter compressislet, gravidamque reddidislet, veritus Iunonis indignationem, inter terrae viscera eam occoltavit; instante vero legitimô partus tempore, Elara mirae magnitudinis puerum enixa est … Hofmann J. Lexicon universale
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
μεταπαυσωλή — μεταπαυσωλή, ἡ (Α) παύση, ανάπαυλα, διακοπή («ὁππότε τις μεταπαυσωλή πολέμοιο γένηται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + παυσωλή «ανάπαυση»] … Dictionary of Greek
τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά … Dictionary of Greek
ὁππόθ' — ὁππόθι , ὁπόθι indeclform (adverb) ὁππότε , ὁπότε when epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)