ὁππόσος

ὁππόσος

ὁππόσος, ep. = ὁπόσος, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οππόσος — ὁππόσος, η, ον (Α) (επικ. τ.) (αντων.) βλ. οπόσος …   Dictionary of Greek

  • ὁππόσος — ὁπόσος as many masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπόσος — η, ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, η, ον) (αντων.) 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος 3. τόσο πολύς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”