- περι-γνάμπτω
περι-γνάμπτω, umbiegen, umlenken, Hom. vrbdt μὲ – περιγνάμπτοντα Μάλειαν, Od. 9, 80, als ich um Maleia herumbog, mit dem Schiffe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-γνάμπτω, umbiegen, umlenken, Hom. vrbdt μὲ – περιγνάμπτοντα Μάλειαν, Od. 9, 80, als ich um Maleia herumbog, mit dem Schiffe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιγνάμπτω — ΜΑ κάμπτω, κλίνω, λυγίζω αρχ. 1. προχωρώντας ή οδηγώντας παρακάμπτω κάτι και τό προσπερνώ 2. (για πλοίο) περιπλέω ακρωτήριο, παρακάμπτω, καβατζάρω 3. κυρτώνομαι, λυγίζω 4. μτφ. εξαναγκάζω κάποιον να μεταβάλει γνώμη, τόν κάνω να καμφθεί, να… … Dictionary of Greek