- περι-καλίνδησις
περι-καλίνδησις, ἡ, = περικυλίνδησις, Plut. qu. nat. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-καλίνδησις, ἡ, = περικυλίνδησις, Plut. qu. nat. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικαλίνδησις — ήσεως, ἡ, Α περιστροφή, περικυλίνδησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καλίνδησις «κύλισμα»] … Dictionary of Greek