- ὀνήϊος
ὀνήϊος, ion. = ὄνειος, w. m. s. Davon ein unregelmäßiger superl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνήϊος, ion. = ὄνειος, w. m. s. Davon ein unregelmäßiger superl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονήιος — ὀνήϊος, ον (Α) ιων. τ. βλ. όνειος (II) … Dictionary of Greek
όνειος — (I) α, ο (Α όνειος, εία, ον) [όνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, γαιδουρήσιος, ή αυτός που προέρχεται από όνο («ὄνειος ἀσκός», Πολ.) αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνεία α) δέρμα, δορά όνου β) ασκός κατασκευασμένος από δέρμα όνου 2. φρ.… … Dictionary of Greek