ὀνήϊστος

ὀνήϊστος

ὀνήϊστος, der nützlichste, tüchtigste; Anaxag. bei Simpl. zu Arist. phys. p. 32; Pythag. bei D. L. 8, 49; ὀνήϊστον πονέεσϑε, strengt euch recht tüchtig an, Ap. Rh. 2, 335; ὕδρωπος ὀνήϊστα, die wirksamsten Mittel gegen die Wassersucht, Aret.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ονήιστος — ὀνήϊστος, ίστη ον, θηλ. και ος (Α) 1. πολύ ωφέλιμος 2. φρ. α) «ὀνήϊστον πονοῡμαι» καταβάλλω κάθε προσπάθεια β) «ὕδρωπος ὀνήϊστα» η πιο αποτελεσματική θεραπεία τής υδρωπικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όνειος (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • όνειος — (I) α, ο (Α όνειος, εία, ον) [όνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, γαιδουρήσιος, ή αυτός που προέρχεται από όνο («ὄνειος ἀσκός», Πολ.) αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνεία α) δέρμα, δορά όνου β) ασκός κατασκευασμένος από δέρμα όνου 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”