ἀν-ήφαιστος

ἀν-ήφαιστος

ἀν-ήφαιστος, ohne Hephästus, d. h. ohne Feuer, πῦρ, Flamme des Unheils, Eur. Or. 613.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἥφαιστος — nine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ήφαιστος — Sp Ìfestas Ap Ήφαιστος/Ifaistos L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… …   Dictionary of Greek

  • Ήφαιστος — ο όνομα αρχαίου θεού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἡφαίστω — Ἥφαιστος nine masc nom/voc/acc dual Ἥφαιστος nine masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕФЕСТ —    • Ήφαιστος,          Volcanus, сын Зевса и Геры или одной Геры (Hesiod. theog. 927), в древнейшее время служил выражением могучей стихии огня, проявляющейся преимущественно в вулканических странах, и был великое творческое существо; но с тех… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἡφαίστοιο — Ἥφαιστος nine masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαίστου — Ἥφαιστος nine masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαίστους — Ἥφαιστος nine masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαίστῳ — Ἥφαιστος nine masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἥφαιστε — Ἥφαιστος nine masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”