ἀνήτινος, von Dill, = ἀνήϑινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανήτινος — ἀνήτινος, η, ον (Α) βλ. ανήθινος … Dictionary of Greek
ανήθινος — ἀνήθινος και ἀνήτινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα) … Dictionary of Greek