ἀθἡρωμα

ἀθἡρωμα

ἀθἡρωμα, auch ἀθέρωμα, τό, ein Geschwulft mit breiartiger Materie, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀθήρωμα — tumour full of gruel like matter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθήρωμα — Κίτρινη λιπώδης πλάκα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του έσω χιτώνα των αρτηριών και προκαλεί τη νόσο που λέγεται αθηρωματοσκλήρυνση ή αρτηριοσκλήρωση. * * * ἀθήρωμα, το (Α) Ιατρ. παθολογική άθροιση λιπαρών ουσιών στον έσω χιτώνα τών αρτηριών.… …   Dictionary of Greek

  • αθήρωμα — το, ατος (ιατρ.), όγκος με μορφή κύστης κάτω από το δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθηρώματα — ἀθήρωμα tumour full of gruel like matter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθηρώματος — ἀθήρωμα tumour full of gruel like matter neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθηρωματώδης — ες [αθήρωμα] 1. ο σχετικός με το αθήρωμα, αυτός που χαρακτηρίζεται από αθήρωμα 2. φρ. «αθηρωματώδης κύστη» Ιατρ. κύστη από κατακράτηση σμήγματος (τού λιπαρού υλικού που προστατεύει το δέρμα από την ξήρανση), λόγω αποφράξεως τού εκφορητικού πόρου… …   Dictionary of Greek

  • Atheroma — Classification and external resources Atherosclerotic plaque from a carotid endarterectomy specimen. This shows the bifurcation of the common into the internal and …   Wikipedia

  • αθάρη — ἀθάρη, η και ἀθήρη, η (Α) χοντροαλεσμένο σιτάρι και ο πηχτός ζωμός που παρασκευάζεται από αυτό, πιθ. το νεοελλ. χόντρος ή μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειο αιγυπτιακό. ΠΑΡ. ἀθαρώδης, ἀθήρωμα] …   Dictionary of Greek

  • αθέρωμα — ἀθέρωμα, το (Α) το αθήρωμα* …   Dictionary of Greek

  • αθηροσκλήρωση — η Ιατρ. σχηματισμός πλακών από εναπόθεση λιπών (αθηρώματα) στον έσω χιτώνα τών αρτηριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < atherosclerosis, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενής < athero (> αθήρωμα*) + sclerosis (< σκλήρωσις ( η)] …   Dictionary of Greek

  • αθηρωμάτιον — ἀθηρωμάτιον, το (Α) μικρό αθήρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”