- ἀ-θῡμίᾱτος
ἀ-θῡμίᾱτος, nicht ausdunstend, Arist. Meteor. 4, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θῡμίᾱτος, nicht ausdunstend, Arist. Meteor. 4, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμιατός — ή, ό (ΑΜ θυμιατός, ή, όν, Μ και φυμιατός, ή, όν, Α και θυμιητός, ή, όν) [θυμιώ] νεοελλ. μσν. (το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) τὸ θυμιατό(ν) και ὁ θυμιατός το λιβανιστήρι μσν. θύμιασμα, δηλ. το μέρος τής εκκλησιαστικής ακολουθίας κατά το… … Dictionary of Greek
θυμιατός — ο 1. θυμιατό. 2. το θυμίαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμιατά — θυμιατός to be burnt as incense neut nom/voc/acc pl θυμιατά̱ , θυμιατός to be burnt as incense fem nom/voc/acc dual θυμιατά̱ , θυμιατός to be burnt as incense fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατῶν — θυμιατός to be burnt as incense fem gen pl θυμιατός to be burnt as incense masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατόν — θυμιατός to be burnt as incense masc acc sg θυμιατός to be burnt as incense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατοῖς — θυμιατός to be burnt as incense masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατοί — θυμιατός to be burnt as incense masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατοῦ — θυμιατός to be burnt as incense masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατούς — θυμιατός to be burnt as incense masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυμίατος — ἀθυμίατος, ον (Α) αυτός που δεν αναδίδει αναθυμιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμιατὸς < θυμιῶ (= θυμιάζω)] … Dictionary of Greek
θυμιατικός — θυμιατικός, ή, όν (Α) [θυμιατός] ο κατάλληλος για θυμιάτισμα («θυμιατικά σώματα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek