- ἀλίνω
ἀλίνω, von VLL. ἀλείφειν, bei Soph. frg. 826 λεπτύνειν erkl., B. A. 383, dürfte mit ἀλέω zusammenhangen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλίνω, von VLL. ἀλείφειν, bei Soph. frg. 826 λεπτύνειν erkl., B. A. 383, dürfte mit ἀλέω zusammenhangen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίνω — ἀλίνω (Α) 1. λεπτύνω, τρίβω 2. επαλείφω, επιχρίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. αρχαϊκής πιθ. προελεύσεως, με σπάνια χρήση. Ετυμολογικά η λ. θεωρείται συγγενής με το ρ. ἀλείφω*. Συγκεκριμένα ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα *lei «βλεννώδης» με προθεματικό ἀ… … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
άλινσις — ἄλινσις ( εως), η (Α) [ἀλίνω] επάλειψη, επίχριση με κονίαμα … Dictionary of Greek
αλισγώ — ἀλισγῶ ( έω) (Α) μιαίνω με απαγορευμένη τροφή, μολύνω παθ. ἀλισγοῡμαι μολύνομαι συντρώγοντας με εθνικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμό άγνωστης ετυμολογικής προελεύσεως. Κατά μια άποψη το ρήμα είναι πιθ. να προήλθε από συμφυρμό τού ρ. ἀλίνω*… … Dictionary of Greek
αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… … Dictionary of Greek
λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ … Dictionary of Greek