ἀ-λίαστος

ἀ-λίαστος

ἀ-λίαστος, unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 πόλεμος, 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 ὅμαδος, 24, 760 γόον, 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. φρήν Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der muthige; sp. D., πόνος Ap. Rh. 2, 649, κῦμα 1, 1326.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιαστός — και ηλιαστός, ή, ό αυτός που παρασκευάστηκε με έκθεση στον ήλιο (α. «λιαστή ντομάτα» β. «λιαστό κρασί» κρασί που παρασκευάστηκε από σταφύλια που προηγουμένως είχαν εκτεθεί στον ήλιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *ἡλιαστός < ἡλιάζω] …   Dictionary of Greek

  • λιαστός, -ή — ό αυτός που ξεράθηκε στον ήλιο: Έφτιαξε μια σάλτσα με λιαστές ντομάτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιαστός — ή, ό [ηλιάζω] βλ. λιαστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”