ἀ-λέκτωρ

ἀ-λέκτωρ

ἀ-λέκτωρ, 1) = ἄ-λεκτρος, unvermählt, Ἀϑηνᾶ Athen. III, 98 b. – 2) = ἄλοχος, Gemahl, Soph. frg. 730.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λέκτωρ — λέκτωρ, ωρος, ὁ (Α) βλ. λέκτορας …   Dictionary of Greek

  • ЭЛЕКТРЫ —    • Electrum,          ηλεκτρον, уже в древности имело двоякое значение: смесь металла из 4 х приблизительно частей золота и одной части серебра (Рlin. 33, 4. 23; по словам Onken a, добываемое в Змеиных горах в Сибири «electrum» содержит… …   Реальный словарь классических древностей

  • ГЕЛИОС —    • Ήλιος,          Ήέλιος, Sol, бог солнца, сын титана Гипериона и Фейи (называется Ύπεριονίδης или Ύπερίων и по преимуществу Титан), брат Селены и Еои (Луны и утренней Зари). Утром он поднимается на востоке из залива Океана (λίμνη., Ноm. Od. 3 …   Реальный словарь классических древностей

  • αναγνώστης — Ο όρος, εκτός από την καθιερωμένη του έννοια (αυτός που διαβάζει γενικά ένα γραπτό κείμενο), αναφέρεται ειδικότερα σε μια κατηγορία εργαζομένων στον χώρο του βιβλίου, που έχουν την ευθύνη να διαβάσουν ένα έργο που προτείνεται προς έκδοση και να… …   Dictionary of Greek

  • λέκτορας — Ονομασία που έδιναν οι Ρωμαίοι στους εγγράμματους δούλους ή απελεύθερους, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με το έργο του αναγνώστη. Επίσης, λ. ονομάζεται αυτός που βρίσκεται στην κατώτερη βαθμίδα του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού των… …   Dictionary of Greek

  • Ολίβι ή Ολιέ, Πιερ — (Pierre Jean Olivi ή Olieu, Σερινιάν, Λανγκντόκ 1248 – Ναρμπόν 1298). Γάλλος θεολόγος και φιλόσοφος. Μπήκε στο τάγμα των μινωριτών και σπούδασε θεολογία στο Παρίσι. Υποστηρικτής μιας αυστηρής ερμηνείας της φραγκισκανικής πενίας, ο Ο. απέβη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”