ἀλέκτωρ

ἀλέκτωρ

ἀλέκτωρ, ορος, ὁ, Hahn, ältere poet. Form (von ἄ-λεκτρος, der schlaflose oder schlaflos machende), Pind. O. 12, 14; Aesch. Ag. 1656; Cratin. Ath. IX, 374 d; nach IV, 183 f nennt Ion so auch αὐλός; sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Αλέκτωρ — Ἀλέκτωρ ( ορος), ο (Α) [ἀλέκτωρ] όνομα ήδη μυκηναϊκό, που απαντά σε πινακίδα στην Κνωσό (Μυκην. δοτ. εν. a re ko to re) …   Dictionary of Greek

  • Ἀλέκτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλέκτωρ — cock masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

  • αλέκτωρ γαλατικός — Εθνικό έμβλημα των Γάλλων, το οποίο για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν οι Γαλάτες. Αργότερα εμφανίστηκε σε διάφορα οικόσημα. Ως εθνικό έμβλημα χρησιμοποιήθηκε κατά τη Γαλλική επανάσταση, ενώ στην επανάσταση του 1830 αντικατέστησε το άνθος του κρίνου,… …   Dictionary of Greek

  • Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀλεκτόρων — Ἀλέκτωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεκτόρων — ἀλέκτωρ cock masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλέκτορ — Ἀλέκτωρ masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλέκτορ — ἀλέκτωρ cock masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλέκτορα — Ἀλέκτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”