ἀ-θάλασσος

ἀ-θάλασσος

ἀ-θάλασσος, fern vom Meere, Menand. bei Ath. IV, 132; – οἶνος, nicht mit Meerwasser gemischt, Gal.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • τριθάλασσος — η, ο / τριθάλασσος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. τριθάλαττος, ον, Α (για τόπο) αυτός που περιβρέχεται από τρεις θάλασσες («τριθάλαττος ἡ Βοιωτία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ὑπερ θάλασσος] …   Dictionary of Greek

  • υπερθάλασσος — ον, Α ὑπερθαλασσίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. αμφι θάλασσος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοθάλασσος — και φιλοθάλαττος, ον, Α αυτός που αγαπά πολύ τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ἐμπειρο θάλασσος] …   Dictionary of Greek

  • κακοθάλασσος — η, ο (για πλοία) αυτός που κλυδωνίζεται εύκολα στη θάλασσα («κακοθάλασσο καράβι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θάλασσα (πρβλ. καλο θαλασσος)] …   Dictionary of Greek

  • μιξοθάλασσος — μιξοθάλασσος, ον (Α) αυτός που έχει σχέση με τη θάλασσα, δηλαδή ο ναύτης και ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θάλασσος (< θάλασσα)] …   Dictionary of Greek

  • πλατυθάλασσος — ον, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει πλατιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + θάλασσος (< θάλασσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”