- ἀ-λάλυγξ
ἀ-λάλυγξ, υγγος, ἡ, bei Nic. Al. 18 Schlucken, = λυγμός, nach B. A. 374 Angst (πνιγμός, ἀπορία).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-λάλυγξ, υγγος, ἡ, bei Nic. Al. 18 Schlucken, = λυγμός, nach B. A. 374 Angst (πνιγμός, ἀπορία).
http://www.zeno.org/Pape-1880.