ἀλάτας

ἀλάτας

ἀλάτας, -τεια, dor. für ἀλήτης, -τεια, Tragg.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλάτας — Μικρό νησί (υψόμ. 10 μ., 5 κάτ.) του Παγασητικού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικερίου του νομού Μαγνησίας. Στο νησί υπάρχουν τα διαλυμένα μοναστήρια των Αγίων Σαράντα και της Μεταμόρφωσης. Το 1822 έγινε στον Α. φονική μάχη μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • αλατάς — ο θηλ. ού αυτός που πουλά αλάτι: Ο αλατάς είπε πως χοντρό αλάτι περιμένει σε λίγες μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλατάς — Μικρό νησί (υψόμ. 10 μ., 5 κάτ.) του Παγασητικού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικερίου του νομού Μαγνησίας. Στο νησί υπάρχουν τα διαλυμένα μοναστήρια των Αγίων Σαράντα και της Μεταμόρφωσης. Το 1822 έγινε στον Α. φονική μάχη μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • ἀλάτας — ἀλά̱τᾱς , ἀλήτης wanderer masc acc pl (doric) ἀλά̱τᾱς , ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • αλατοπηγός — ο αυτός που στερεοποιεί σε αλάτι το θαλασσινό νερό, παρασκευαστής αλατιού, αλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + πηγός < πήγνυμι, πρβλ. και ναυπηγός. ΠΑΡ. αλατοπηγείο, αλατοπηγία, αλατοπήγιο] …   Dictionary of Greek

  • αλατοπώλης — ο αυτός που πουλάει αλάτι, ο αλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + πώλης < πωλώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατοπωλείο] …   Dictionary of Greek

  • τρικέρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται B του ομώνυμου διαύλου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 9 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία Κυριακή (υψόμ. 10 μ.), ο… …   Dictionary of Greek

  • αλατέμπορος — ο ο έμπορος αλατιού, ο αλατάς (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”