- ἀλληλο-κτόνος
ἀλληλο-κτόνος, sich gegenseitig mordend, Dion. Hal. φϑόρος, Untergang durch Wechselmord, 1, 52; ζῆλος, gegenseitigen Mord erzeugende Eifersucht, 2, 24 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλληλο-κτόνος, sich gegenseitig mordend, Dion. Hal. φϑόρος, Untergang durch Wechselmord, 1, 52; ζῆλος, gegenseitigen Mord erzeugende Eifersucht, 2, 24 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηροκτόνος — θηροκτόνος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ηρακλέους και τής Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα 2. φρ. «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» στο κυνήγι, Ευριπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αλληλο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
αλληλοκτόνος — ἀλληλοκτόνος, ον (Α) 1. (για πράγματα) αυτός που προξενεί αμοιβαίο φόνο ή αμοιβαία καταστροφή 2. (για πρόσωπα στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλοκτόνοι αυτοί που φονεύουν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + κτόνος < κτείνω < α. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek