- ἀλληλο-βόρος
ἀλληλο-βόρος, sich gegenseitig verzehrend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλληλο-βόρος, sich gegenseitig verzehrend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλληλοβόροι — ἀλληλοβόροι, οι (Α) αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλληλο * + βόροι, πληθ. του βόρος (< βορά)] … Dictionary of Greek