- ἀλληλο-φάγος
ἀλληλο-φάγος, sich gegenseitig verzehrend, δίκαι Teleclid. com. Phot. v. σεῖσαι; Arist. H. A. 8, 2. 9, 2, 9 ist αλληλομάχοι cm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλληλο-φάγος, sich gegenseitig verzehrend, δίκαι Teleclid. com. Phot. v. σεῖσαι; Arist. H. A. 8, 2. 9, 2, 9 ist αλληλομάχοι cm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλληλοφάγοι — ἀλληλοφάγοι, α (Α) αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τόπου *ἀλληλοφάγος < ἀλληλο * + φάγος < ἔφαγον, αόρ. του ρ. ἔσθίω. ΠΑΡ. ἀλληλοφαγία αρχ. ἀλληλοφαγῶ] … Dictionary of Greek
θερμοφαγώ — θερμοφαγῶ, έω (ΑΜ) θερμοτραγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + φαγώ (< φαγος < θ. φαγ τού αορ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. αλληλο φαγώ, ξηρο φαγώ] … Dictionary of Greek