ἀλοηδάριον

ἀλοηδάριον

ἀλοηδάριον, τό, Aloetrank, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλοηδάριον — ἀλοηδάριον, το (Μ) [ἀλόη] καθαρτικό παρασκευασμένο από αλόη …   Dictionary of Greek

  • ἀλοηδάριον — purgative prepared from aloes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοηδαρίοις — ἀλοηδάριον purgative prepared from aloes neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοηδάρια — ἀλοηδάριον purgative prepared from aloes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλόη — Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”