ἀλλο-δοξία

ἀλλο-δοξία

ἀλλο-δοξία, , für ψευδὴς δόξα, Plat. Theaet. l 89 b u. Sp., wie D. Cass. 79. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετεροδοξία — η (ΑΜ ἑτεροδοξία) νεοελλ. (για χριστιανούς) το να ανήκει κανείς σε άλλη Εκκλησία, να πρεσβεύει άλλο δόγμα από αυτό που επικρατεί στη χώρα όπου διαμένει αρχ. μσν. 1. εσφαλμένη άποψη, πεπλανημένη γνώμη 2. διαφορά γνώμης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”