- ἀλλο-εθνής
ἀλλο-εθνής, ές, von fremdem Volke, D. Sic. 2, 37; πόλεμος, Krieg mit andern Völkern, D. Hal. 2, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλο-εθνής, ές, von fremdem Volke, D. Sic. 2, 37; πόλεμος, Krieg mit andern Völkern, D. Hal. 2, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροεθνής — ές (ΑΜ ἑτεροεθνής, ές) αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, ο ομοεθνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + εθνής (< έθνος), πρβλ. αλλο εθνής] … Dictionary of Greek
ομοεθνής — ές (Α ὁμοεθνής, ές) αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, ομογενής αρχ. (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + εθνής (< ἔθνος), πρβλ. αλλο εθνής] … Dictionary of Greek
παντοεθνής — ές, ΝΜ αυτός που ανήκει σε όλα τα έθνη ή αυτός που κατάγεται από κάθε έθνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εθνής (< ἔθνος), πρβλ. αλλο εθνής] … Dictionary of Greek
φιλοεθνής — ές, Α αυτός που αγαπά το έθνος του, την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ἀλλο εθνής] … Dictionary of Greek
αλλοεθνής — ές (Α ἀλλοεθνής) αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, αλλογενής, ξένος αρχ. «ἀλλοεθνής πὸλεμος», ο πόλεμος εναντίον ξένων, σε αντίθεση προς τον εμφύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + εθνὴς < ἔθνος] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek