- ἀλλο-εθνία
ἀλλο-εθνία, ἡ, fremdes Volk, Strab. XII p. 534.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλο-εθνία, ἡ, fremdes Volk, Strab. XII p. 534.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλοεθνία — ἀλλοεθνία, η (Α) διαφορά φυλής, εθνικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + εθνία < ἔθνος] … Dictionary of Greek