- ἀλλο-τύπωτος
ἀλλο-τύπωτος, von anderen gebildet, Maneth. 4, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλο-τύπωτος, von anderen gebildet, Maneth. 4, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλοτύπωτος — ἀλλοτύπωτος, ον (Α) ο σχηματισμένος διαφορετικά, αυτός που έχει πάρει άλλη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τυπωτός < τυπῶ) (όω)] … Dictionary of Greek