ἀλοητός

ἀλοητός

ἀλοητός, ό, das Dreschen, Xen. Oec. 18. 5; die Dreschzeit, Ael. H. A. 4. 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁλοητός — ἀλοητός , ἀλοητός threshing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοητός — threshing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοητόν — ἀλοητός threshing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλοώ — ἀλοῶ ( άω) (Α) 1. αλωνίζω 2. χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω 3. θρυμματίζω, καταστρέφω, ρημάζω 4. στριφογυρίζω κάποιον, τόν σέρνω πέρα δώθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοητός] …   Dictionary of Greek

  • σπορητός — ὁ, Α 1. το σιτάρι που έχει σπαρεί 2. η σπορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορτου σπείρω* + (η)τός, κατά τα ἀλοητός, ἀμητός] …   Dictionary of Greek

  • ἀλοητοῦ — ἀλοητής thresher masc gen sg ἀλοητός threshing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”